- μαυροσέλινο
- τοβοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Smyrnium olusatrum τού γένους σμύρνιο, αλλ. αγριοσέλινο ή σμυρνιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμύρνιο — το / σμύρνιον, ΝΑ [σμύρνα] γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες ή σκιαδοφόρα τής τάξης κορνώδη, με 8 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν 4, με… … Dictionary of Greek